στραβολαιμιάζω

στραβολαιμιάζω
στραβολαίμιασα, στραβολαιμιάστηκα, στραβολαιμιασμένος
1. γίνομαι στραβολαίμης: Κρύωσα και στραβολαιμιάστηκα.
2. καταπονώ το λαιμό μου στρέφοντας το κεφάλι προς τα πλάγια: Στραβολαιμιάστηκα κοιτώντας το γραπτό του διπλανού μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβολαιμιάζω — στραβολαιμιάζω, στραβολαίμιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβολαιμιάζω — Ν [στραβολαίμης] 1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τόν πιάνω και τού στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά 2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή τού λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη 3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία τού κεφαλιού… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • στραβολαίμιασμα — το, Ν [στραβολαιμιάζω] το στράβωμα τού λαιμού, η απόκλιση τού τραχήλου από την κανονική του θέση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”